σῖτος

σῖτος
σῖτος
Grammatical information: m.
Meaning: `corn, esp. wheat, bread, food' (Il.; on the meaning Moritz Class Quart. N. S. 5, 135ff.).
Other forms: pl. σῖτα n.
Dialectal forms: Myc. sito.
Compounds: Numerous compp., e.g. σιτ-αγωγός `conveying corn' (Hdt., Th. a.o.; Chantraine Études 91); σιτ-ηρέσιον n. `provision of grain, (money for) victualling, pay' (X., D., hell. a. late), prob. with suppression of the intermediate member for -σιτ-ὑπ-ηρέσιον to τὸν σῖτον (τὰ σιτία) ὑπηρετεῖν (slightly diff. Fraenkel Nom. ag. 1, 190); σύσ-σιτος m. `table companion, messmate' (Thgn. etc.) with συσσίτ-ια pl., -ία, -ικός, -έω, -ησις.
Derivatives: Many derivv.: subst. 1. σιτία pl. (rare -ίον sg.) n. `bread, fare, provision', also `corn' (IA. prose, com.); 2. dimin. σιτ-άριον n. `corn, bread' (Hp., pap.); 3. -ανίας (πυρός) m. `kind of wheat' (Thphr.; beside κριθανίας [s. κριθή]; coubted by Kroll AmJPh. 60, 107); 4. -ώματα pl. `provision' (pap. IIp; -ώματα enlarged Chantraine Form. 186f.); 5. -ών, -ῶνος m. `granary, cornfield' (Roussel Mél. Navarre 375 ff.; Plu. a. o.); 6. -ώ f. surn. of Demeter (hell. a. late). Adj. 7. σιτ-ηρός (Hp., Arist. etc.); 8. -ικός (hell. a. late); 9. -ινος (late) `concerning the corn'; 10. -αῖα pl. n. `corn interest' (Olymos); 11. -ώδης `cornlike', τὰ σιτώδη `corn' (Thphr. etc.). Verbs 12. σιτ-έομαι, also w. κατα- a. o., `to feed' (ω 209 [σιτέσκοντο]) with -ησις f. `(public) maintenance' (IA.); 13. -εύω, -εύομαι `to feed, to supply' (Hdt., hell. a. late) with -ευτός (X. etc.), -ευσις, -εύσιμος, -ευτής, -εία (hell. a. late); 14. -ίζω, -ίζομαι, often w. ἐπι-, `id.' with ἐπι- σῖτος ισμός `victualling' (X., D. etc.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: As opposed to πυρός and κριθή without convincing etymology. Often as LW [loanword] from an other IE language explained: 1. to Slav., e.g. Russ. žíto `corn', OPr. geits `bread' (Wiedemann BB 27, 213 n.); 2. to the Germ. word for `wheat', Goth. hvaiteis etc., i.e. from a northerly satemlanguage (G. Meyer Alban. Stud. 3, 51 n. 2). Diff. Hubschmid Sardische Stud. (Bern 1953) 104: like ἄρτος substratum word, to Basque zitu `corn, harvest'; Schott Festschr. Hirt 2, 47 (with Hemmel in Lewy Fremdw. 81 A.): to Sumer. zid `flour'; Maccarrone Arch. glottol. it. 31, 103ff.: from Egypt. sw.t `corn' (orig. Semit.). -- Not to ψίω `grind, masticate', ψίξ `crumb' (Prellwitz, Fick BB 28, 108).
Page in Frisk: 2,711-712

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σῖτος — grain masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… …   Dictionary of Greek

  • σίτος — ο το σιτάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ситофобия — (σιτος пища, φοβος страх) отказ от приема пищи, наблюдаемый нередко у душевнобольных. Больным кажется, что им подают человеческое мясо или вообще несъедобное, что их хотят отравить, или что им голос свыше велел не дотрагиваться до пищи, или что у …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • σῖτα — σῖτος grain neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σῖτοι — σῖτος grain masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σῖτον — σῖτος grain masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόσιτος — η, ο (Α κακόσιτος, ον) αυτός που υποσιτίζεται, που δεν τρέφεται καλά, κακοθρεμμένος, ισχνός αρχ. 1. δύσκολος στο φαγητό, αυτός που δεν έχει όρεξη για τροφή, ανόρεχτος 2. μτφ. αυτός που δύσκολα ευχαριστιέται με κάτι, δύσκολος, απαιτητικός («πρὸς… …   Dictionary of Greek

  • κατάσιτος — κατάσιτος, ὁ (Μ) αυτός που κατατρώγει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σιτος (< σῖτος «σιτάρι»), πρβλ. παρά σιτος, σύσ σιτος] …   Dictionary of Greek

  • οικόσιτος — η, ο (Α οἰκόσιτος, ον) αυτός που ζει και τρέφεται μέσα στο σπίτι αρχ. 1. αυτός που τρέφεται στο σπίτι του και συντηρείται από την οικογένειά του («εὐθὺς ἂν αὐτὸς ἔχειν τὰ ἀρκοῡντα παρὰ τῆς τέχνης καὶ μηκέτ οἰκόσιτος εἶναι τηλικοῡτος ὤν»,… …   Dictionary of Greek

  • πυρός — (I) και σπυρός, ὁ, Α 1. το σιτάρι, ο σίτος 2. κόκκος σιταριού 3. φρ. «πυρὸς ἄγριος» το φυτό χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή ονομασία τού σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pūro «κόκκος, σιτηρά» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”